Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008


Heartattack and Vine

liar liar with your pants on fire, white spades
hangin'on thetelephone wire, gamblers reevaluate
along the dotted line,you'll never recognize yourself
on heartattack and vine.
 
doctor lawyer beggar man thief, philly joe
remarkable looks on in disbelief,if you want
a taste of madness, you'll have to wait in line,
you'll probablysee someone you know on
heartattack and vine.
 
boney's high on china white, shorty found
a punk, don't you know there ain't no devil,
there's just god when he's drunk,
well this stuff will probably kill you,
let's do another line,what you say you meet me
down on heartattack and vine.
 
see that little jersey girl in the see-through
top, with the peddle pushers sucking on a soda pop,
well i bet she's still a virgin but it's only
twenty-five 'til nine, you can see a million
of 'em on heartattack and vine.
 
better off in iowa against your scrambled eggs,
than crawling down cahuenga on a broken pair of legs,
you'll find your ignorance is blissful every goddamn
time,your're waitin' forthe rtd on heartattack and vine.

Tom waits

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

ναι

"θέλω να πάω στη κλινική,να κάνω κοσμική ζωή"

μαργαρίτα καραπάνου-ναι

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

wdi stin epithumia

amen

wdi stin astoxia

ave

wdi sto xameno xrono..

itan para polus



Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

peeling a rotten orange

She's my baby, She belongs to me But yesterday she walked home all alone Everybody else, looks at my baby Then they wandered over to me But baby's feelin' bad today She said she's thinking of goin' away Oh baby I'm cryin', And my body's flyin' But I remember you She's my baby, Ain't that something But I know she belongs to you Yesterday was another day, when I, Saw your baby, walkin' home alone, I'm feelin' sorry I called you but I I guess that I forgot your name Baby's feelin' bad today She said she's thinkin' of goin' away But she's just like lightning She goes right through you Then you know you'll never Be the same Now everybody looks All around the corner Just to see your baby Walkin' home She's my baby Ain't that something But I know that she belongs to you She belongs to you

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

the hopeless tale of no reply

i sucked the moon
i spoke too soon
and how much did it cost
i was dropped from
moonbeams
and sailed on shooting stars
maybe you'll be president
but know right from wrong
or in the flood
you'll build an ark
and sail us to the moon
sail us to the moon
sail us to the moon
sail us to the moon...

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

the unfortunate tale of every sparrow

Who will love a little sparrow,
Who's travelled far, and cries for rest?
"Not I," said the oak tree.
"I won't share my branches with no sparrow's nest;
And my blanket of leaves won't warm her cold breast."
Who will love a little sparrow,
And who will speak a kindly word?
"Not I," said the swan.
"The entire idea is utterly absurd;
I'd be laughed at and scorned if the other swans heard."
And who will take pity in his heart,
And who will feed a starving sparrow?
"Not I," said the golden wheat.
"I would if I could but I cannot I know;
For I need all my grain to prosper and grow."
Who will love a little sparrow,
Will no one write her eulogy?
"I will," said the Earth.
"For all I've created returns unto me;
From dust were ye made and dust ye shall be."

simon&garfunkel the sparrow

moving pictures..


a sad drawing love story..


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

1

άμα ο ήλιος πέφτει περιμένεις τη νύχτα . δεν έχει νόημα κάτι άλλο . κοιτάζεις ς από το παράθυρο κι είσαι μάλλον ευτυχής που παραμένεις ζωντανός . και τελικά κάπου εκεί τα πράγματα παίρνουν την πραγματική τους διάσταση . στην ανημπόρια .και τη συνήθεια . όσα καπέλλα κι αν φορέσεις κι όσες πλαστικές σακούλες στο κεφάλι.κι όσες απόπειρες κι αν κάνεις . για το αντίθετο . το νά'σαι ανθρωπάκι ίσως και νά'ναι συνώνυμο του νά'σαι άνθρωπος.

γιατί αργούμε; μια σειρήνα θα σφυρίξει τα μεσάνυχτα κι η αποδημία που δίσταζε θ'ακολουθήσει τους γερανούς.
εαρινή συμφωνία γ.ρίτσος

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

before and after..and everafter...[clips1&2]

Ας το κάνουμε .
απόσυρση σε βαθμό να είναι

δυσάρεστο άσχετο αντιπαθώ
απαράδεκτο ανίερο αποδιαρθρώνω
ανέμπνευστο ανόσιο αποσωματώνω
αδιαπέραστο αμετανόητο αποδομώ

δε φαντάζομαι(καθαρά)
ότι μια ψυχή
μπορούσε θα ήθελε θα έπρεπε ή θα..

και αν αυτοί ναι
εγώ δε νομίζω(καθαρά)
ότι μια άλλη ψυχή
μια ψυχή σα τη δική μου
μπορούσε θα ήθελε θα έπρεπε ή θα..

ασχέτως

ξέρω τι κάνω τώρα και πολύ καλά μάλιστα

δεν ορίζω γλώσσα

παράλογη εκτροχιασμένη
ασυμμάζευτη ξέφρενη
αλύτρωτη παραμορφώνω
αγνώριστη μορφή ελεύθερη-ώνω

σκοτεινό σε βαθμό να είμαι

αληθές ορθό σωστό
κάποιος ή όποιος
ένας καθένας όλοι

να πνίγομαι σε μια θάλασσα λογικής
αυτή η τερατώδης κατάσταση τρομώδους παράλυσης

ψύχωση 4.48 σ.κέιν

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

διάφανος


  • διατάζω.να κλείσουν όλοι οι πύργοι γύρω μας.
  • γιατί; δεν παιρνάν μέσα απο τείχη οι θεοί;
  • βάκχες ευριπίδη μφρ γ.χειμωνάς

claudios and claudia




Ο Κλαύδιος κατεβάζει τα ματοκυάλια του απ`το πεδίο της μάχης.Ένας σωρός πτώματα σε καταπράσινο φόντο.Ένας ερωδιός αναγγέλει την άφιξή του με τιτιβίσματα.Ένας- ένας
οι νεκροί σηκώνονται και τραβούν το δρόμο τους.Τα ίχνη τους χάνονται.Τα κυάλια δε φτάνουν ως εκεί.Ούτε ο Κλαύδιος μπορεί να τα κρατήσει. Μια ζωή ο Κλαύδιος θα ψάχνει,κρατώντας προσεκτικές σημειώσεις γι`αυτά τα ίχνη.Απεγνωσμένα στο καινούριο χορτάρι,σηκώνοντας τα πεσμένα φύλλα,ακόμα και σ`αυτόν τον ίδιο τον ερωδιό για την άκρη του νήματος.Τι γίναν όλοι αυτοί οι νεκροί΄Που πήγαν?Ποιο είναι το βάρος τους?21 γραμμάρια ή μήπως 22?Το ειδικό τους βάρος ποιο?Κι εκεί βρίσκεται η αρχή?Στα όρια της ατομικής τους ύπαρξης,έξω απ`αυτήν ,σε χρόνο ιστορικό,πέρα απ`την ιστορία,σ`αυτό το πρώτο big-bang ή έξω κι απ`αυτό,μακρυα απο οποιαδήποτε αποδόμηση και αναδόμηση,μακρυά απο οποιαδήποτε δομή,χωρίς ερμηνευτικό πλαίσιο ή εργαλείο,χωρίς νήμα του οποίου η άκρη θα αποτελούσε μια φερέλπιδα προοπτική.Αυτά σκέφτεται ο Κλαύδιος. Μποπεί και ο ερωδιός ή ίσως και οι νεκροί που σηκώνονται ένας-ένας αφήνοντας πίσω τα ίχνη τους με απορία.
Ένα λόφο πιο κει η Κλαυδία αναποδογυρίζει τη σκάφη της αδειάζοντας τα νερά στη ρίζα της μάντρας.Μια ολόλευκη μπουγάδα τινάζεται ελαφρά από μια ριπή του ανέμου.Αυτό το σεντόνι μοιάζει με τεντωμένη κοιλιά κι αυτό με ωμοπλάτη που στηρίζει κάτι βαρύ, όπως ο Άτλαντας τη γη ή ο γαμπρός τη νύφη του,κι αυτό με πόδια που ανοίγουν ξαφνικά και κλείνουν,ανοίγουν και κλείνουν,περιμένοντας.Όλα μοιάζουν με κάτι άλλο.Για μια στιγμή είναι κάτι ,έπειτα τίποτα.Ένα σεντόνι που τινάζεται στον άνεμο.Μια ζωή που αποκτά ένα νόημα τόσο αναπάντεχα καθαρό που δε πείθει,γίνεται πάλι ένα σεντόνι λευκό που τινάζεται στον άνεμο.Έτσι κι η Κλαυδία περιμένει να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.Νά`ρθει εκείνος και να τη σηκώσει στα χέρια του τεντώνοντας τη κοιλιά του και να την αποθέσει σ`ένα τέτοιο σεντόνι κι εκείνη να ανοίξει τα πόδια της και να μην τα κλείσει.Η αναμονή να τελειώσει.Η παρατεταμένη παρθενία της.
Ο Κλαύδιος κοιτάζει το άδειο χωράφι,άδειο από νεκρούς πια,γεμάτο σώματα και σκέφτεται αυτό την παρατεταμένη παρθενία του.Αυτόν τον υμένα που τον περιβάλλει και δε σπάει.Μένει άδιαρρηκτος μια ολόκληρη ζωή.Σαν ανεξιχνίαστο έγκλημα.Έχει την καλοσύνη ίσως να αλλάζει σχήματα,να χωρά τα πάντα ή την ιδιότητα-ναι,πιο σωστό να το πεις ιδιότητα,αλλά και καλοσύνη απ`τη πλευρά της ανυπέρβλητης ανίας.(Πως γίνεται η ανία να είναι η άλλη πλευρά της αγωνίας?)Αυτά τα σχήματα είναι τόσο υποσχετικά σαν το λεπτό μειδίαμα μιας ωραίας γυναίκας στο αντικρυνό τραπέζι, το δίχως λόγο που διασχίζει το χώρο σαν αστραπή, ενεργοποιώντας κάτι οργανικό,κυτταρικό,κάνοντας το θλιβερό απόγευμα να σπάσει ξαφνικά σε χίλια δυο κομμάτια κι ύστερα –λίγο πιο αργά ,κάπως βασανιστικά,αφού το περιμένεις πια, να συναρμολογηθεί πάλι ,σαν φτηνό τρικ ταινίας τρόμου.Έτσι σαν ειδικά εφέ είναι αυτά τα σχήματα.Ένα φιλοσοφικό υπερθέαμα.Μετέωρο όσο και τα λευκά σεντόνια κρεμασμένα στο μπουγαδόσκοινο,τα τόσο επιδεκτικά σε πάσης φύσεως προβολές.
Έτσι θ`άνοιγε τα πόδια της,λοιπόν,προβάλλοντας τη βαθειά της μήτρα ψυθιρίζοντας «έλα» σα μια αλήθεια που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση-και στ`αλήθεια αν κάτι θα






μπορούσε να μην επιδέχεται αμφισβήτηση αυτό είναι η σάρκα όπως ανοίγει και δέχεται την άλλη σάρκα μόνο και μόνο γιατι ταιριάζει, όπως το κατσαβίδι στη βίδα,τό`να γρανάζι με το άλλο,το κούμπωμα με το μπουκάλι του.Ίσως έτσι αποσιωπά κανείς το τίποτα ,έτσι κλείνει για πάντα το μπουκάλι ή το ανοίγει,σαν το κλειδί στη κλειδαριά.Έτσι θ`άνοιγε ,πάντως, τα πόδια της να υποδεχτεί την άλλη σάρκα,να καρπίσει ,να γεννήσει ή αποκαμωμένη να γείρει το κεφάλι της στο λευκό σεντόνι απ`όπου όλα ξεκίνησαν.Η Κλαυδία νίβει τα χέρια της στην κρήνη και τα σκουπίζει στη ποδιά.Μια τελευταία ματιά στα μελλοντικά σπάργανα και σάβανά της κι έχει μπει στη κουζίνα.Στό`να χέρι το μαχαίρι και στ`άλλο ένα κομμάτι μοσχαριού.Μουρμουρίζει κάποιο σκοπό τεμαχίζοντας.Οραματίζεται έναν΄άντρα στο κατώφλι της.Μια σφήκα μπένει απρόσκλητη σπρώχνοντας ελαφρά μια τούφα απ`τα μαλλιά του.Ύστερα το χέρι που τη διώχνει ετεροχρονισμένα, σαν δον Κιχώτης ενάντια στην έμμονη ιδέα.« Τι κάνει η σφήκα εδώ,»σκέφτεται,«σ`αυτήν την εξαίσια εικόνα ενός άνδρα στο κατώφλι?Γιατί διέλαθε της προσοχής του και μπήκε και γιατί αυτός συνεχίζει ξανά και ξανά να διώχνει με το δυνατό του χέρι τον αέρα? Τόσα πράγματα θα μπορούσε να κάνει αυτό το χέρι... Όμως τίποτα.»
«Από χέρια άλλο τίποτα»,σκέφτεται ο Κλαύδιος,επιθεωρόντας τις τεμαχισμένες σάρκες,χέρια και πόδια και αυτιά και μύτες και ανοιχτά κεφάλια. Μάθημα ανατομίας ενός σουρεαλιστή.Ανάκατα ριγμένα εδώ και κει.Κι αυτό που έδινε κάποτε στα σκόρπια κομμάτια μια ενιαιότητα απόν .Και τα ίχνη του απόντα.Ένα πλάσμα με τρία χέρια και τέσσερα μάτια ανασαλεύει μες τα κυάλια.«’Οχι ,κακή εστίαση.Κακή εστίαση.» Το να νετάρει κανείς στα πτώματα είναι κακή εστίαση έτσι κι αλλιώς.Τι σάλεψε όμως?«Το μυαλό μου.»Ή ένας στρατός μυρμηγκιών προετοιμάζεται για τα μεγαλύτερα κρύα.Τυλίγεται ο Κλαύδιος στη χλαίνη του προκαταβολικά.Ποτέ δεν ξέρεις.Ο ερωδιός τσιμπά ένα βολβό.Ναι,αυτά τα μέλη αφηγούνται μια ιστορία ,είναι ακόμα ενεργά.Τώρα λες θα πιάσουν το σπαθί ,το σφυρί ,το πηρούνι,σκέτα μέλη,όμως,ό,τι και να πιάσουν δε ξέρουν τι να το κάνουν.Σχίζουν τον αέρα,βαρούν τη γη,τσιμπάνε το τίποτα και δεν παθαίνει τίποτα ,Ή θα μπορούσαν ίσως νά`χαν χαυδέψει ένα μεγάλο στήθος,να τό`χαν σφίξει στη παλάμη τους και να το μάλαζαν, να τσίμπαγαν πειραχτικά τη ρόγα...«Θεέ μου»,σκέφτηκε ο Κλαύδιος,«πως σκέφτομαι το γαμήσι μπροστά σε τόσα πτώματα»Τα μάγουλά του κοκκίνησαν. Από έξαψη ή από ντροπή δεν ήξερε.
Η Κλαυδία ακούμπησε το ρουζ στην εταζέρα.Ξανακοίταξε τα μάγουλά της,έπειτα τα χείλη της,τα φρύδια της,τα μάτια«Πρέπει νά`μαι έτοιμη»,σκέφτηκε,«μπορεί νά`ναι στο δρόμο και τώρα ακόμα.Αυτό το πρόσωπο είναι που θ`αρχίσει το διάλογο.Θα πει είμαι εδώ.Πάνω μου εστίασε.Αφησε όλα τ`άλλα τα πρόσωπα ,τα σύννεφα ,τα πουλιά.Ας τα ολ`αυτά και κοίταξέ με,θα πει.Εστίασε,εστίασε.»Έπιασε τα μαλλιά της με το χτενάκι της.«Καθαρό πρόσωπο, καθαρό μύνημα»,είπε.Ύστερα ανέβασε τη φούστα της κι εστίασε ανάμεσα στα πόδια της.Το κρέας βράζει στη φωτιά. Η μυρωδιά του γεμίζει το σπίτι,τυλίγει το σπίτι σα ξόρκι,Ανακατεύει το φαΐ με μια ξύλινη κουτάλα.Το νερό κοχλάζει.Υδρατμοί,ζέστη,καυτή ζέστη,τροπική.«Είναι μάταιο»,σκέφτεται.«Όλο αυτό είναι μάταιο.Όλα κένε κι είναι μάταιο.Μόνο να κάψω τα χέρια μου μπορώ, τίποτ`άλλο.






Η πόρτα μένει κλειστή.Κανείς δε μπένει ,κανείς δε βγένει.Ένα σπίτι γεμάτο υδρατμούς που κοχλάζει.Η πόρτα κλειστή.Να πάω που?»
«Που πάνε»,ρώτησε ο Κλαύδιος τον ερωδιό.Ο ερωδιος δεν απάντησε .«Από που ήρθαν?»Τίποτα πάλι..«Γιατί?»Τίποτα.Άφησε τα κυάλια του στο χώμα και ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στη γη.Άνοιξε τα χέρια.Έπειτα τα στάυρωσε στο στήθος.Πήρε τη στάση του θανάτου.Δε βοήθησε να καταλάβει τίποτα παραπάνω.Πάντως έμοιαζε με νεκρό.Ύστερα άρχισε να τσιμπιέται.«Είναι όνειρο ,δεν είναι,είναι εφιάλτης, δεν είναι».Σαν ανηλεής μαργαρίτα ή σαν λερναία ύδρα.«Μπορώ τουλάχιστον να τρελλαθώ»,σκέφτηκε,«μπορεί έτσι να μοιάζω πιο πολύ στους νεκρούς ή στα ίχνη τους.»Έπεσε στα τέσσερα κι άρχισε να βελάζει.Έπειτα σταυροπόδι με τό`να χέρι στα μαλλιά και τ`άλλο κάτω απ`τη μασχάλη.«Μουμπλ»,είπε.«Μπουμπλ, μπουπλ».Έπειτα λούφαξε στην αγκαλιά μιας πέτρας.Τη καθάρισε τρυφερά απ`τα βρύα και το χώμα .«Εσύ είσαι νερό», είπε ,«θα σε πιω».Ένα δόντι του μετακινήθηκε επικίνδυνα .«Ε, τότε θα ζήσω!» Κι άρχισε να χορεύει πηδώντας πέρα δώθε,τινάζοντας χέρια ,πόδια,το κεφάλι του.Ο ερωδιός πιο κει τσίμπησε μια ρόγα.«Ζήτω!»,φώναξε,«ζήτω!Η ζωή είναι ωραία!»Η φωνή του έγινε ηχώ,κατέβηκε στο χωράφι,σφύριξε μέσα στους άδειους λαβυρίνθους των αυτιών των πτωμάτων και βυθίστηκε κύμα,κύμα στη γη σα βροχή.Ο Κλαύδιος έμεινε να κοιτάζει.Δεν ήξερε άλλη εκδοχή.Να κάνει τι?
«Τι ζητάς?»,είπε η Κλαυδία.«Δεν τό`χω για σένα το φαΐ.»Ένας μεγάλος πορτοκαλής γάτος με μουστάκες φαρδυές και επίσημες σαν ήλιους τη κοίταζε κατάματα καθισμένος στο περβάζι.«Κάνει χάζι»,αγανάκτησε η Κλαυδια.«Ξουτ!Πάρε δρόμο!»Ο γάτος νιαούρισε θελκτικά.Η Κλαυδία κάθησε στη κίτρινη καρέκλα και τον κοίταζε.Κοιτάζονταν.«Πεινάς?»,είπε τελικά.Ο γάτος οσμίστηκε τον αέρα.«Ντροπή σου»,είπε η Κλαυδία.Τράβηξε τις κουρτίνες με ορμή.Έστριψε την καρέκλα της επιδεικτικά να κοιτάζει τον τοίχο,τη συλλογη από βαλσαμωμένες πεταλούδες πού`ταν ταχτικά ανεπτυγμένη στον τοίχο.«Ξελιγωμένε!»Σήκωσε τη φούστα της κι έκανε αέρα στο πρόσωπό της .Οι τούφες των μαλλιών που έπεφταν στο μέτωπό της έσταζαν ιδρώτα.Πάνω κάτω η φούστα.Το κρέας που έβραζε στη κατσαρόλα.Η μυρωδιά που περνούσε τα τζάμια,έφτανε την υγραμένη μύτη του γάτου,γαργαλούσε τα ρουθούνια του,αλλά η Κλαυδία είχε για άλλον το φαΐ κι όσο σκεφτόταν το πεινασμένο στόμα που γέμιζε σάλια,τη γλώσσα που ετοιμαζόταν για το τσιμπούσι γνωρίζοντας μόνο και μόνο πως το κρέας ψηνόταν στη φωτιά τα αυτιά της κοκκίνιζαν.Από οργή ή επιθυμία δεν ήξερε.
Δεν ήξερε αν το κρύο ερχόταν απ`έξω ή από μέσα,,αν ήταν η νύχτα που ετοιμαζόταν να πέσει ή τα μάτια του κλείναν απ`την υπερσυγκέντρωση.Αν άφηνε το σώμα του είχε τη βεβαιότητα πως θα έπεφτε.Ο νόμος της βαρύτητας.Όλα πέφτουν.Έτσι κι η νύχτα.«Αν ήμουν τυφλός?»,σκέφτηκε ο Κλαύδιος,«ποια η θέση μου τότε ,απέναντι στη νύχτα κατ`αρχάς?Και τι η νύχτα?Τότε?Σώπα!»,σκέφτηκε,« Η γη γυρίζει.Αυτό δεν αλλάζει.







Κάτι υπάρχει πέρα από μένα.«Η γη γυρίζει!Η γη γυρίζειιιι!»Η ηχώ κατέβηκε στο λιβάδι,σφύριξε μέσα απ`τους λαβυρίνθους των νεκρών και βυθίστηκε στο χώμα κύμα κύμα σα βροχή.«Ως πότε ,όμως?Ηεπιστήμη λέει ότι η γη θα πάψει να υπάρχει κάποια στιγμή.Τότε πρέπει της γης της νεκρής τα ίχνη να αναζητήσω.Γιατί η νεκρή γη να πάει αλλού κι όχι με τους νεκρούς του λιβαδιού?Όλα μαζί.Ο θάνατος είναι κοινός για όλους.Αυτό τουλάχιστον είναι μια ανακούφιση»,κατέληξε.Τυλίχτηκε στη χλαίνη του ξανά και κάθισε στο χώμα.«ΝαιΙσοδουλεία.Όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στο θάνατο.Αυτό είναι.Ο Θάνατος είναι ο Θεός.»Χαμογέλασε ικανοποιημένος.
Το λευκό σεντόνι ξανάγινε σεντόνι.Η Κλαυδία χτενιζόταν με το βλέμμα ακουμπισμένο απαλά στην τρικυμιώδη επιφάνειά του.Πριν από ένα λεπτό έμοιαζε με ρυτιδιασμένη λίμνη στο λυκόφως,τώρα πάλι με τη φτερούγα ενός πουλιού,ενός κύκνου.Το ασχημοσέντονο πού`γινε κύκνος.Η Κλαυδία έβγαλε ένα λεπτό τσιριχτό ήχο που δε κράτησε πάνω από μια στιγμή και έμοιαζε με γέλιο.Τώρα δόντια λευκοί κυνόδοντες,έτοιμοι να κατασπαράξουν.Τώρα ουρανός .Όλος ένα σύννεφο.«Τι θεία δύναμη!», σκέφτηκε η Κλαυδία,κομπιάζοντας με τη χτένα σε μια τούφα των μαλλιών της.«Αυτό το σεντόνι είναι όλα και τίποτα μαζί.» Έβγαλε δυο φουρκέτες και στήριξε τον κότσο της.Έτσι κι αυτός .Όλα και τίποτα.Έστειλε το βλέμμα της στο μονοπάτι νοιώθοντας ένα ρίγος να διασχίζει βαρυά το στομάχι της.«Άφαντος.»
«Γι αυτό δεν εμφανίζεται ποτέ»,διευκρίνησε ο Κλαύδιος.«Ο Θεός άφαντος,αφού ο Θάνατος άφαντος.Εννοούνται.Αυτό είναι.Αφού εννοούνται γιατί να εμφανιστούν?Ή το αντίστροφο»Ένοιωσε ένα οξύ πόνο στο κεφάλι του σαν ημικρανία.«Ο,τιδήποτε εννοείται είναι Θεός»,συνέχισε,«Θεός!Θεός!Θεός!»Η ηχώ έπεσε στο χώμα.Έβγαλε τη χλαίνη του,άφησε προσεκτικά τα κυάλια του και με αποφασιστικό βήμα κατέβηκε το λόφο,διέσχισε το πεδίο της μάχης και φτάνοντας στο κέντρο του λιβαδιού στάθηκε ανάμεσα στα σώματα.«Θεός»,ψιθύρισε.Τίποτα.«Θεός»,επανέλαβε σα νεοκαββαλιστής προφέροντας τα γράμματα ξέχωρα σα λίθους.«Θου..εεε...οο..ςςς!» Τα σχήματα των γραμμάτων εμφανίστηκαν το ένα μετά το άλλο με όμορφη καλλιγραφία στο μυαλό του.Έπειτα άρχισαν να ενώνονται με κλωνάρια από χρυσάφι καταλήγοντας σ`ένα ενιαίο σχήμα που μπορούσε να διαβαστεί ως «θεός»Ο Κλαύδιος ένοιωσε το σώμα του να τρέμει ανεξέλεγκτα.Το σχήμα παλλόταν.Η μία άκρη του αγκάλιασε την άλλη κι άρχισε να στριφογυρίζει.Ο Κλαύδιος παρατηρούσε τη ζωντανή λέξη στο μυαλό του εκστατικός.Τα μάτια του είχαν αναστραφεί.Το ασπράδι των ματιών του ήταν ο φύλακας της ζωντανής λέξης.Ένα άλμα μες στο κεφάλι του και θα ήταν αληθινό.Όμως οι πύλες δεν άνοιγαν.Η λέξη στροβιλίστηκε λίγο ακόμα κι άρχισε να σβήνει αργά και ανεπίστρεπτα.«Όχι»,είπε ο Κλαύδιος.«Όχι!»Έφερε τα χέρια του στο κεφάλι κι άρχισε να σφίγγει.Έπεσε στα γόνατα.Τα πτώματα γύρω του.Ο Κλαύδιος συνάντησε τ`άδειο βλέμμα του νεκρού.Ακροπατώντας επέστρεψε καταβεβλημένος στην κορυφή του λόφου.«Μάλιστα»,είπε.









«Αχ..»,είπε η Κλαυδία ακουμπώντας επιτέλους τα πόδια της στο χαμηλό σκαμνάκι,όλα καθαρισμένα,τακτοποιημένα,έτοιμα.Ένα ελαφρύ μούδιασμα ανέβηκε από τη φτέρνα της στον αστράγαλο.Δυο γαλάζιες φλέβες που ανέβαιναν σαν ποτάμια γύρω απ`τη μικρή τους ελιά,πάλλονταν ελαφρά σαν απόηχοι του βαρυ χτύπου της καρδιάς της,Έριξε πίσω το κεφάλι της κι έφερε το χέρι της στοστήθος.«Ένα,δύο,τρία»,μέτρησε«τέσσερα,πέντε...»
κουνώντας ρυθμικά τα δάχτυλα του ποδιού της.«Έξι ,εφτά»..Το βραστό κόχλαζε υπόκοφα.Το ψιλό νιαούρισμα του γάτου.Το ρυθμικό τίναγμα των σεντονιών στον αέρα.«Εκατό,εκατόν ένα...»Άφησε την ανάσα της να βγει από χαμηλά.«Διακόσσια,τριακόσσια,χίλια,χίλια ένα,χίλιες και μία νύχτες,της χαλιμάς,χειμώνες,χάμω,χαμομήλια,μια χαμένη χίμαιρα,χωμένη στο χώμα,θαμμένη,χαραγμένο τ`όνομά της..Κλαυδία,εδώ κείται Κλαυδία»Το κεφάλι της γέρνει.Το χέρι της πέφτει μισάνοιχτο στους μοιρούς.Το όνειρό της είναι αυτόΕίναι ,λέει,απόκροιες.Είναι σε μια ταβέρνα.Γύρω ο κόσμος γελά.Το κρέας καταφθάνει στα τραπέζια πάνω σε κατάλευκες πιατέλες.Η Κλαυδία,που,όμως δε μοιάζει με τη Κλαυδίαέχει ντυθεί Κλαυδία.Κανείς δεν την αναγνωρίζει.Τα πρόσωπα παγώνουν σ`ένα απορημένο χαμόγελο.Αρχίζει να χορεύει.Βγάζει ένα ένα τα ρούχα της.Μένει γυμνή.Τα πρόσωπα παραμένουν παγωμένα.Νοιώθει μια φριχτή πίεση στην κύστη της.Πηγαίνει στην τουαλέττα.Στον καθρέφτη πιάνει τη σκιά μιας μεγάλης γυναίκας.Πλησιάζει.Είναι αυτή.Το δέρμα της ρυτιδιασμένο,τα μαλλιά της κατάλευκα,τα στήθη της πέφτουν μαραμένα στο στομάχι,πρησμένη κοιλιά,άτριχο αιδείο.«Ταπ».Κάποιος κτυπάει την πόρτα.«Ένα λεπτό!»,φωνάζει η Κλαυδία.Προσπαθεί να τεντώσει το πρόσωπό της σαν ύφασμα.«Ταπ». «Ένα λεπτό!»Ρουφάει την κοιλιά της.Ένα κούφιο αβγό πέφτει από μέσα της και σπάει στα βρώμικα πλακάκια.Γύρω γύρω παντού ένα ανεξήγητο καφέ­.«Ταπ,ταπ»..«Αχ!»Το κεφάλι τινάχτηκε καθώς ξυπνούσε.«Τι ήταν αυτό;»,μονολόγησε προσπαθώντας να ηρεμήσει την ανάσα της.«Ταπ,ταπ»Ο γάτος χτυπούσε το τζάμι με την πορτοκαλιά πατούσα του,τραχειά σαν στρατσόχαρτο,κοιτάζοντάς την κατευθείαν στα μάτια.
Ο Κλαύδιος έκλεισε τα μάτια του.Προσπάθησε να θυμηθεί.«Βήμα,βήμα θα το πάρω»,είπε.Αδύνατον.Σκόρπιες εικόνες.Τίποτα παραπάνω.Δίχως νόημα.Μια μυρωδιά από καμμένο κρέας έφτασε στα ρουθούνια του.Πετάχτηκε επάνω.Άρχισε να μυρίζει προς το χωράφι,αναζητώντας ίχνη εκείνης της χαρακτηριστικής μυρωδιάς της καμμένης σάρκας.Τα σώματα ακίνητα. «Αδύνατον»,σκέφτηκε.Η μυρωδιά έμπενε στα ρουθούνια του,ως κάτω στα πνευμόνια.Άρχισε να βήχει.«Πνίγομαι»,σκέφτηκε,« κόλλησα θάνατο!»Ένοιωσε τις φλέβες του να πετάγονται,τους μύες του να σφίγγονται.Τα πόδια του έτρεμαν.«Κόλλησα θάνατο! Τι μού `ρθε να πάω εκεί κάτω;» Το κεφάλι του βάραινε,τα αυτιά του βούιζαν.Ο ερωδιός τιτίβιζε και πάλι.Δεν είχε ανάσα.Κοφτά-κοφτά,όσο μπορούσε,αγκομαχώντας κι ο λιγοστος αέρας έφερνε θάνατο κι άλλο θάνατο.«Όχι»,σκέφτηκε,«αδύνατον.Είμαι νέος ακόμα.Έχω τόσα να κάνω.Είμαι νέος»Ένα γκρίζο σύννεφο ανέβηκε στα μάτια του κι η γλώσσα του κατέβηκε στον οισοφάγο.Σιγά σιγά λύθηκε το σώμα του και κι έπεσε στη γη.


«Ορίστε»,είπε η Κλαυδία.Ο γάτος χύμηξε στο κρέας χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ.Τον χάζευε.Καταβρόχθιζε τις μπουκιές αχόρταγα,δίχως παύση,λες και κάποιος ανά πάσα στιγμή θα τραβούσε το πιατάκι κάτω απ`τις πατούσες του που τό`χαν γραπώσει με τα νύχια.Άνοιγε το στόμα του,δάγκωνε το κρέας,κατάπινε τις μπουκιές και ξανά..Η Κλαυδία ήταν σίγουρη πως αν τον ρωτούσες δεν θα μπορούσε να σου πει τι γεύση είχε ή αν ήταν καν ωραίο.Ήθελε μόνο να προλάβει να φάει,αυτό ήταν όλο,πριν του πάρουν το φαΐ απ`το στόμα.Για μια στιγμή ένοιωσε μια βαθειά για το γάτο,σχεδόν αλληλεγγύη.Αν ήταν λιγότερο βέβαιη πως ο γάτος ή θα εκτιναζόταν μακρυά ή θα τη γραντζούνιζε μπορεί και να σήκωνε το χέρι της να χαüδέψει τη πορτοκαλιά του ράχη,που οι τρίχες της στέκονταν όρθιες ,αμυνόμενες σα σκαντζόχεροι.Προσεκτικά για να μην διακόψει το γάτο,η Κλαυδία σηκώθηκε και πήγε στην τραπεζαρία.Ο γάτος κοκκάλωσε για μια στιγμή, κοίταξε βιαστικά γύρω του και επέστρεψε στο φαγοπότι.Άναψε τη λάμπα.Μια πυκνή, ολοστρόγγυλη δέσμη φωτός έπεσε στο τραπεζάκι.Έβαλε τα χέρια της στο φως.Τα κοίταξε.Σίγουρα οι δουλειές είχαν αφήσει τα ίχνη τους,όμως τα δάχτυλά της διατηρούνταν ακόμα σε συμπαθητική κατάσταση.Θα μπορούσε κανεις να τα δαγκώσει σα φρέσκο φρούτο.Να τα νοιώσει απαλά να του χαüδεύουν το λαιμό η΄να δροσίζουν τον πυρετό του τις νύχτες.«Τι εφιάλτης!»,σκέφτηκε.«Τι εφιάλτης!Κι έκαψα και το φαΐ.»
Απόρησε πως ζούσε ακόμα.Κοιταζόταν λες και μόνο η θέαση του σώματός του θά`φτανε να πειστεί πως ζει.Όμως επείσθη.Ανάσανε βαθειά.Η μυρωδιά ήταν ακόμα εκεί.«Παράξενο πράγμα αυτή η μυρωδιά»,σκέφτηκε.Ξαφνικά του ήρθε μια εξίσου παράξενη εικόνα: κάποιος έψηνε κρέας κι αυτός ο κάποιος-όχι-η κάποια μύριζε κρέας.Μύριζε ζωντανή σάρκα,αλλά καμένη.Ναι, αυτή η κάποια είχε ανοίξει τα πόδια της κι η μυρωδιά της τον έφτανε εδώ στην κορφή του λόφου.Ένα γαργαλητό ξεκίνησε απ`την κοιλιά του χαμηλά κι ανέβηκε στο μυαλό του.Ήθελε να δει αυτή τη σάρκα με τα μάτια του.Να μπει μέσα της και να μη ξαναβγει ποτέ.Να γυρίσει πίσω.Ο ερωδιός φτεροκόπησε.Θ`ακολουθούσε τα ίχνη της.Δια της οσμής.Φόρεσε τη χλαίνη του,κρέμασε τα κυάλια του,έριξε μια αποχαιρετηστήρια ματιά στον ερωδιό και ξεκίνησε.Έτσι,χωρίς χάρτη,χωρίς πυξίδα,χωρίς σχέδιο.«Ποιο είναι το σχέδιο;»,σκέφτηκε.«Να τη βρω. Και τότε;Θα δούμε.»Οι μπότες του τον στένευαν.Μια μικρή φουσκάλα άρχισε να δημιουργείται στο μικρό του δαχτυλάκι.Ντράπηκε λίγο.«Κι αν τη δει;Τι θα πει;Τι να πει;Μπορεί νά`χει και κείνη.»Μια βαθειά αισιοδοξία τον συνεπήρε.Αν τον κοιτούσαν από μακρυά θα φαινόταν σαν πυργολαμπίδα.Ανάμεσα στα δέντρα που πλυμμήριζαν απ`τα πουλιά,τα σύννεφα που πνίγονταν στα χρώματα,στο λόφο που πλούταινε λεπτό το λεπτό σε χορτάρι.Τα πτώματα έμειναν πίσω.Σα διεγραμμένο παράδοξο.Όλα ήταν μπροστά.Με οδηγό του την οσμή.Ολες του οι αισθήσεις ήταν στραμμένες στην ομορφιά.
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκκαλιά της Κλαυδίας.Ξαναφόρεσε τη ζακέτα της.Ποτέ δε θα ξεβρώμιζε το σπίτι.Αυτή η μυρωδιά του καμμένου.Τι να σου κάνουν τ`ανοιχτά παράθυρα,ποτίζει τους τοίχους,τα έπιπλα ,το δέρμα.Ανέβηκε βαρυά τη ξύλινη σκάλα.Όλα στη θέση τους.Ακόμα κι η μυρωδιά.Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου.Ύστερα το φως.Ακούμπησε τακτικά τα ρούχα της στο σκέπασμα της λεκάνης.Έλυσε τα μαλλιά της.Έπεσαν στη μέση της.Έβγαλε δυο τρεις τρίχες που κρέμονταν.Έπειτα μια τούφα σχεδόν.Τις έριξε μελαγχολικά στο καλαθάκι.Μπήκε στη μπανιέρα.Το νερό έπεσε ξαφνικά πάνω της σαν πυροβολισμός,Ανατρίχιασε.Έπειτα άρχισε να κυλάει κατευναστικά,ήρεμα.Έλουσε τα μαλλιά της με το πιο αρωματικό της σαμπουάν.Το σώμα της με αφρόλουτρο των πιο τροπικών δασών.Έτριψε με το σφουγγάρι την πλάτη της,την κοιλιά της,ανελέητα,αλλά χωρίς αποτέλεσμα.Η μυρωδιά ήταν εκεί.Η σάρκα.Δυο και τρεις φορές έτριψε το αιδείο της.Και τέταρτη.Μάταια.Ξύρισε τις μασχάλες της,τις γάμπες της.Έπειτα έμεινε έτσι κάτω απ`το νερό.Χωρίς λόγο.Ή ίσως γιατί ήταν ζεστό ή γιατί την αγκάλιαζε ή και πράγματι έτσι χωρίς λόγο.Το νερό κυλούσε.Η Κλαυδία με τα μάτια κλειστά,τα χείλη μισάνοιχτα,το σώμα διπλωμένο σε στάση εμβρυακή,γυμνή.Χωρίς λόγο.
Με το χαμόγελο,έτσι, χωρίς λόγο,ο Κλαύδιος κοίταζε γύρο του την πρωτόφαντη ομορφιά.«Κι αυτό το σύννεφο!..Κι αυτό το δέντρο!...Κι αυτός ο πόνος στα πόδια μου γλυκός!..Και το ξανάσασμά μου!..Λίγο ακόμα και φτάνω στην κορυφή.Δε μπορεί.Κάπου εδώ είναι η πηγή της μυρωδιάς.Λίγα βήματα ως την κορυφή του λόφου.»Και να!Να! Ένα σπίτι!Με μεγάλα παράθυρα.Κατάλευκο.Και μια μπουγάδα στο σκοινί.Κατάλευκη.Κι η μυρωδια.Έντονη.Αυτό είναι.Άρχισε να τρέχει.Τινάζονταν κυάλια,χλαίνη,κόκκαλα,τα μαλλιά του.«Αυτό είναι!»Κουτροβαλώντας έφτασε στο φράχτη.Ακούμπησε τα χέρια του στην τραχειά του επιφάνεια.Δεν ακούγονταν γέλια,φωνές,κλάμματα,τίποτα.Ένας γάτος έγλυφε τα πλευρά του ξαπλωμένος πλάι σε μια γλάστρα.Άνθρωπος κανεις.Όμως τα παράθυρα ανοιχτά.Κι έχει φως.Σ`αυτό το δωμάτιο.Μια μικρή λάμπα με ένα ανάγλυφο αγγελάκι στη βάση της.Κι ένα μεγάλο τραπέζι με μια φρουτιέρα στο κέντρο.Και στ`άλλο παράθυρο της κουζίνας...Αυτό είναι!Αυτό!Μια κατσαρόλα.Το κρέας.Η μυρωδιά.Τα κυάλια του χτύπαγαν στο φράχτη καθώς πήγαινε και ερχόταν ανιχνεύοντας. «Έφτασα»,είπε. Δίχως να το σκεφτεί άνοιξε την πόρτα του φράχτη κι ανηφόρισε προς το σπίτι.Μια σκάφη γερμένη ανάποδα.Μια σκούπα πλάι στην πόρτα.«Τι ήταν αυτό;»Του φάνηκε πως άκουσε βήματα.Σταμάτησε.«Όχι.Τίποτα.»Πλησίασε την πόρτα της κουζίνας.
Η Κλαυδία άνοιξε την πόρτα.Έκλεισε το φως.Άνοιξε τη ντουλάπα.Έκλεισε τα μάτια.Διάλλεξε ένα φόρεμα στην τύχη.Το φόρεσε.Άνοιξε το ραδιόφωνο.Έκλεισε το φερμουάρ με κάποια δυσκολία.Άνοιξε το συρτάρι με τα εσώρουχα.Φόρεσε ένα λευκό βρακί.Έκλεισε τα πόδια της.Τα άνοιξε.Έκλεισε το θέμα.Άνοιξε το βήμα της.Κατέβηκε τη σκάλα.Θα άρχιζε από την αρχή.Θα έφτιαχνε άλλο φαγητό.Λαχανικά.Μπορεί και νά’βαφε το σπίτι.Μπήκε στη κουζίνα.Στάθηκε.Ανοιγόκλεισε τα μάτια της.Το στόμα της..κάτι να πει.Στάθηκε.Έκανε να φύγει.Ξαναστάθηκε.Ο άντρας την κοίταζε κατάματα.Ένας άσχημος άντρας,βρώμικος,γεμάτος χώμα.Με ένα βαρύ,τσαλακωμένο παλτό και ένα ύφος απορίας σα να έβλεπε φάντασμα.
Ο Κλαύδιος ένοιωσε σα νά’βλεπε φάντασμα.Μια γυναίκα.Ήταν πράγματι μια γυναίκα.Με μακρυά φρεσκολουσμένα μαλλιά.Μ’ένα λαχανί φόρεμα.Μ’ένα βλέμμα απορίας.Μια άσχημη γυναίκα.Μεγάλα μάτια,μεγάλα αυτιά.Μεγάλα χείλη,μισάνοιχτα.Απ’το βάθος μια μουσική.Ένα τραγούδι ρυθμικό.Εντελώς άσχετο.
Ο Κλαύδιος και η Κλαυδία κοιτάζονταν.Ανάμεσά τους η κλειστή πόρτα της κουζίνας.Εκείνη πλησίασε διστακτικά.Χτύπησε με το δάχτυλό της απαλά το τζάμι.Ο Κλαύδιος απάντησε.Με δυο χτύπους.Όχι, ότι εννοούσε κάτι.Δεν ήξερε τι να πει.Η Κλαυδιά συνέχιζε να τον κοιτάζει αποσβολωμένη.Έφερε το χέρι της στο πόμολο και το’στριψε αργά.Η πόρτα μ’έναν ελαφρύ ήχο άνοιξε.Μείναν έτσι πάλι.Να κοιτάζονται.Με μια αποφασιστική κίνηση αμηχανίας ο Κλαύδιος έβγαλε τη χλαίνη.Η Κλαύδια ενστικτωδώς παραμέρισε.Ο Κλαύδιος εισέπραξε την κίνησή της σα πρόσκληση να μπει.Έκανε ένα βήμα.Μια μύγα τον ακολούθησε.Σήκωσε το χέρι του να τη διώξει.Η Κλαυδία έβγαλε ένα λεπτό,τσιριχτό ήχο που κράτησε μια στιγμή και έμοιαζε με γέλιο.Ο Κλαύδιος αισθάνθηκε ότι τον κορόιδευε.»Είναι μια δυνατή γυναίκα» ,σκέφτηκε.Ακούμπησε τη χλαίνη του στο τραπέζι προσπαθώντας να δείξει αυτοκυριαρχία.»Είναι ένας δυνατός άντρας», σκέφτηκε και η Κλαυδία ,θαυμάζοντας το πώς αμέσως έγινε κύριος του χώρου.Και πράγματι τα μάτια του έχουν μια παράξενη λάμψη.»Και τα μάτια της έχουν μια παράξενη λάμψη»,συνέχισε ο Κλαύδιος.»Είναι αυτός?»,συνέχισε η κλαυδία.Μια ζαλάδα έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν.Κάθησε στη καρέκλα.Κάθησε κι εκείνος.»Ούτε καν με ρώτησε ποιος είμαι..»,απόρησε.»Δεν χρειάζεται τα λόγια…Είναι!»,σκέφτηκε η Κλαυδία.»Αυτός είναι!»Άκουσε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά που ήταν σίγουρη πως ο άντρας απέναντι της που την κοίταζε σίγουρος και αμίλητος τόσην ώρα την είχε ήδη ακούσει και από στιγμή σε στιγμή θα έβαζε τα γέλια.Για να καλύψει τον ήχο άρχισε να χτυπά το πόδι της στο πάτωμα,στο ρυθμό της μουσικής που ερχόταν απ’το δωμάτιό της.Έστρεψε το βλέμμα της αλλού.»Ας έκανε κάτι,ας έλεγε κάτι!»Ας μην τη βασάνιζε άλλο.Εκείνη πώς να κάνει?Ο Κλαύδιος την κοίταζε ακίνητος.Τι στάση ήταν αυτή?Πώς ήταν δυνατόν να βαριέται?Να χτυπάει αδιάφορα το πόδι της,με το κεφάλι της γερμένο και εκτεθειμένο το λαιμό..κι αυτή τη μυρωδιά να εκλύεται σε κάθε κτύπο..Νά’ναι εκεί και να μη μπορεί να την αγγύξει.»Είναι εδώ και δεν μπορώ να τον αγγύξω»,σκεφτόταν η Κλαυδία.Ένοιωσε πάλι κάτι βαθύ και επόδυνο να ξυπνά ανάμεσα στα πόδια της.Τα στάυρωσε βιαστικά.»Τι να πρωτοκρύψω», σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια.Ο Κλαύδιος παρατήρησε το απαξιωτικό τίναγμα του στήθους της.Γι’αυτό το σώμα έκανε όλο εκείνο το δρόμο.Γι’αυτή τη μυρωδιά.Αυτή η μυρωδιά κάλυψε τη μπόχα των πτωμάτων και τώρα είναι εδώ,δίπλα της με το παντελόνι του υγρό και φουσκωμένο,το σώμα του έτοιμο να εκραγεί και δίχως χέρια.Γιατί?Γιατί η στύση του δεν αρκεί.Ησκέψη του δεν αρκεί.Ούτε η επιθυμία αρκεί.Γιατί προφανώς τίποτα δικό του δεν αρκεί για τίποτα.»Για πάντα»,σκέφτεται η Κλαυδία.»Μια ζωή.Είμαι εδώ στη κρίσιμη στιγμή και δεν έχω τη δύναμη να κάνω τίποτα.Περίμενα πάντα αυτό το τίποτα.»Άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε.Την κοίταξε κι αυτος.Για πρωτη φορά κατάλαβαν στ’αλήθεια τι σκεφτόταν ίσως ο καθένας.

επίλογος
Ωραία θα ήταν έτσι όπως κοιτάζονταν σιγά-σιγα να πλησίαζαν τα πρόσωπά τους ,έπειτα ν’ακουμπούσαν τα χείλη τους και να χάνονταν σ’ένα φιλί.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

and noone saw the carny go..i say it's funny how things go..

σοβαρές αντιδράσεις στα πρόσφατα γεγονότα...



'Ολα τα μέρη όπου θα μπορούσα να έχω ζήσει Όλα τα μέρη που δεν ξέρω καλά Όλα τα μέρη όπου θα ήθελα να είμαι Όλα τα μέρη όπου φαντάστηκα ότι ζουσα Όλα τα μέρη για τα οποία αδιαφόρησα Όλοι οι άνθρωποι που τους έζησα προσπερνώντας Όλοι οι άνθρωποι που θα ήθελα να ξεχάσω Όλοι όσοι ξεχνώ και με πονάει που τους ξεχνώ

Όλες οι φορές που άλλαξε η εποχή και δεν το πρόσεξα Όλα τα βιβλία που διάβασα και δεν τα θυμάμαι Να κάνεις ότι είσαι τάχα σ'εκείνο το οροπέδιο Να κάνεις ότι ξέχασες εκείνη την άσχημη στιγμή -οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία όταν ο πόνος είναι απλώς για ό,τι δεν ένοιωσες ποτέ-Όλα τα ανθρωπάκια που γνώρισα και δεν μπορώ να τα ξεχάσω Όλες οι παρουσίες που μ'έκαναν να υποφέρω Όλοι οι άνθρωποι που θα ήθελα να γνωρίσω Όλες οι γλώσσες που θα ήθελα να μιλήσω Όλα τα κουστούμια που θα ήθελα να φορέσω Όλα τα νύχια,τα μάτια, τα μάλλια που θα ήθελα να έχω Όλη η σοφία που θα ήθελα να έχω για να την αποκρύπτω Όλη η γενναιότητα που πρέπει να δείξω Έτσι πρέπει να αγκαλιάζεις τα φλιτζάνια,με τα δυο σου χέρια ,το χειμώνα

φιλί-χαστούκι

είσαστε όλοι σας καθάρματα-rodrigo garcia

(mfr.Katerina Spathi)